Friedrich #Engels, “Ο Λουδοβίκος Φόυερμπαχ και το τέλος της κλασικής γερμανικής φιλοσοφίας”
Καμία φιλοσοφική θέση δεν προκάλεσε τόσο πολύ τις ευχαριστίες μυωπικών κυβερνήσεων και την οργή εξίσου μυωπικών φιλελεύθερων, όσο η περίφημη θέση του #Χέγκελ: “Ό,τι είναι πραγματικό, είναι λογικό, και ό,τι είναι λογικό, είναι πραγματικό”. Και αυτό γιατί έτσι δικαιωνόταν ολοφάνερα καθετί που υπάρχει και ευλογούνταν φιλοσοφικά ο δεσποτισμός, το αστυνομικό κράτος, η δικαστική αυθαιρεσία της αυλής, η λογοκρισία. Κι έτσι την κατάλαβε ο Φρειδερίκος Γουλιέλμος ο ΙΙΙ, έτσι την κατάλαβαν οι υπήκοοί του. Για τον Χέγκελ όμως, ό,τι υπάρχει, δεν είναι καθόλου οπωσδήποτε και πραγματικό. Η ιδιότητα της πραγματικότητας ανήκει μόνο σε ό,τι είναι ταυτόχρονα και αναγκαίο, “στην πορεία της ανάπτυξής της η πραγματικότητα αποδείχνεται ότι είναι η αναγκαιότητα”. Γι’ αυτό ο Χέγκελ σε καμιά περίπτωση δε θεωρεί οπωσδήποτε σαν πραγματικό ένα οποιοδήποτε κυβερνητικό μέτρο -ο ίδιος ο Χέγκελ αναφέρει σαν παράδειγμα “μια κάποια φορολογική διάταξη”. Ό,τι όμως είναι αναγκαίο, αποδείχνεται σε τελική ανάλυση και λογικό. Αν λοιπόν εφαρμοστεί στο τότε πρωσικό κράτος, η χεγκελιανή θέση τότε αυτό σημαίνει μονάχα ότι το κράτος αυτό είναι λογικό, είναι σύμφωνο με τη λογική, εφόσον είναι αναγκαίο. Κι αν ωστόσο μας φαίνεται κακό, εξακολουθεί όμως να υπάρχει, τότε η κακή κυβέρνηση βρίσκει τη δικαίωσή της και την εξήγησή της στο γεγονός ότι οι υπήκοοί της είναι κακοί. Οι τότε πρώσοι είχαν την κυβέρνηση που τους άξιζε.
Όμως, η πραγματικότητα κατά τον Χέγκελ δεν είναι καθόλου ιδιότητα, που ανήκει σε μια δοσμένη κοινωνική ή πολιτική κατάσταση πραγμάτων κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες και σε όλες τις εποχές. Αντίθετα. Η ρωμαϊκή δημοκρατία ήταν πραγματική, μα το ίδιο πραγματική ήταν κι η ρωμαϊκή αυτοκρατορία, που την παραμέρισε. Η γαλλική μοναρχία το 1789, είχε γίνει τόσο μη πραγματική, δηλ. στερούνταν τόσο κάθε αναγκαιότητα, είχε γίνει τόσο παράλογη, που έπρεπε να καταστραφεί από τη μεγάλη Επανάσταση, για την οποία ο Χέγκελ μιλά πάντα με το μεγαλύτερο ενθουσιασμό. Εδώ λοιπόν η μοναρχία ήταν το μη-πραγματικό, η επανάσταση το πραγματικό. Κι έτσι στην πορεία της εξέλιξης καθετί που ήταν πριν πραγματικό, γίνεται μη πραγματικό, χάνει την αναγκαιότητά του, το δικαίωμά του να υπάρχει, τη λογικότητά του. Στη θέση του πραγματικού που πεθαίνει, μπαίνει μια νέα, βιώσιμη πραγματικότητα -ειρηνική, όταν το παλιό είναι αρκετά συνετό και πεθαίνει χωρίς αντίσταση, με τη βία, αν το παλιό εναντιωθεί σ’ αυτή την αναγκαιότητα. Κι έτσι η χεγκελιανή θέση μετατρέπεται σε αντίθετό της με βάση την ίδια τη χεγκελιανή διαλεχτική: ό,τι είναι πραγματικό στην περιοχή της ανθρώπινης ιστορίας, γίνεται με τον καιρό παράλογο, είναι λοιπόν κιόλας από τον προορισμό του παράλογο, είναι από τα πριν μολυσμένο με παραλογισμό. Κι ό,τι είναι λογικό στα κεφάλια των ανθρώπων, προορίζεται να γίνει πραγματικό, όσο κι αν αντιφάσκει στην πραγματικότητα, που υπάρχει φαινομενικά. Η θέση για τη λογικότητα κάθε πραγματικού, σύμφωνα με όλους τους κανόνες της χεγκελιανής μεθόδου σκέψης, μετατρέπεται στην άλλη θέση: ό,τι υπάρχει αξίζει να καταστραφεί.