Follow

# PIERRE CLASTRES: Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟ ΚΡΑΤΟΣ

Μετάφραση: Κική Καψαμπέλη. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ, σελ. 240, Απρίλιος 1992

URL: <anarchypress.wordpress.com/202>

Περιεχόμενα
-----------

Εργοβιογραφία του Pierre Clastres 9
Κεφάλαιο 1
Ο Κοπέρνικος και οι άγριοι 11
Κεφάλαιο 2
Ανταλλαγή και εξουσία: Φιλοσοφία της ινδιάνικης φυλαρχίας 33
Κεφάλαιο 3
Ανεξαρτησία και εξωγαμία 56
Κεφάλαιο 4
Στοιχεία ινδοαμερικανικής δημογραφίας 88
Κεφάλαιο 5
Τόξο και καλάθι 112
Κεφάλαιο 6
Με τι γελούν οι Ινδιάνοι; 141
Κεφάλαιο 7
Το καθήκον του λόγου 164
Κεφάλαιο 8
Προφήτες στη ζούγκλα 169
Κεφάλαιο 9
Το Ένα χωρίς το Πολλαπλό 180
Κεφάλαιο 10
Τα βασανιστήρια στις πρωτόγονες κοινωνίες 187
Κεφάλαιο 11
Η κοινωνία ενάντια στο κράτος 198
Επίμετρο
Για τον Pierre Clastres του Claude Lefort 230
Γλωσσάρι 237

Το έργο αυτό θέτει και διερευνά με τόλμη ένα ερώτημα που στοιχειώνει από τη γένεσή του τον Δυτικό πολιτισμό: μπορεί να υπάρξει μια κοινωνία χωρίς τον καταπιεστικό θεσμό του κράτους και χωρίς τη διαίρεση σε εξουσιαστές και εξουσιαζόμενους; Ο Πιερ Κλαστρ αναγνωρίζει τέτοιες κοινωνίες μεταξύ των Ινδιάνων της Αμερικής, τους οποίους μελέτησε είτε ζώντας μαζί τους είτε ανατρέχοντας στα χρονικά των πρώτων εξερευνητών και ιεραποστόλων.

«Το έργο που μας αφήνει, έργο πυκνό κι ας διακόπηκε απότομα,
ξεχωρίζει έντονα μέσα στη μάζα των εθνολογικών εργασιών της εποχής μας,
υπόδουλες καθώς είναι στο ιδεώδες του μέτρου. Μας υπενθυμίζει ότι επιστήμη,
φιλοσοφία και λογοτεχνία είναι αλληλένδετες στους κόλπους μιας ανθρωπολογίας
που αναζητά την αλήθεια».
–Claude Lefort
από το οπισθόφυλλο του βιβλίου

Είπαν στον Σωκράτη ότι
κάποιος δεν είχε γίνει διόλου
καλύτερος ταξιδεύοντας.
«Το φαντάζομαι», είπε.
«Πήρε μαζί του τον
εαυτό του».
–Montaigne

Μπορεί άραγε να διερευνηθεί σοβαρά το ζήτημα της εξουσίας; Ένα χωρίο από το *Πέραν του καλού και του κακού* αρχίζει ως εξής: «Εφ’ όσον σε όλες τις εποχές, από τότε που υπήρξαν άνθρωποι, υπήρχαν και ανθρώπινες αγέλες (συσσωματώσεις φύλου, κοινότητες, φυλές, έθνη, εκκλησίες, κράτη) και πάντα ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων υπάκουαν σε έναν μικρό αριθμό αρχηγών- αφού λοιπόν ώς τώρα, η υπακοή ασκήθηκε και καλλιεργήθηκε καλύτερα και για περισσότερο χρόνο από οτιδήποτε άλλο ανάμεσα στους ανθρώπους, δικαιούται κανείς να υποθέσει ότι, κατά γενικό κανόνα, αυτή η ανάγκη για υπακοή είναι έμφυτη στον καθένα ως ένα είδος ρητής συνείδησης που επιτάσσει: “Οφείλεις οπωσδήποτε να κάνεις αυτό, να απέχεις οπωσδήποτε από το άλλο· κοντολογίς οφείλεις”». Χωρίς να τον απασχολεί ιδιαίτερα, όπως συχνά άλλωστε, η αλήθεια ή το λανθασμένο των σαρκασμών του, ο Νίτσε απομονώνει ωστόσο με τον τρόπο του και οροθετεί επακριβώς ένα πεδίο στοχασμού το οποίο, ενώ άλλοτε επαφιόταν στη θεωρητικολογική σκέψη και μόνο, εδώ και δύο δεκαετίες περίπου έχει ενταχθεί στις προσπάθειες μιας έρευνας καθαρά επιστημονικών τάσεων. Εννοούμε τον χώρο του πολιτικού, στο επίκεντρο του οποίου η εξουσία θέτει το πρόβλημά της: θέματα καινούργια στον τομέα της κοινωνικής ανθρωπολογίας, στόχος ολοένα περισσότερων μελετών. Το γεγονός ότι η εθνολογία άργησε να ενδιαφερθεί για την πολιτική διάσταση των αρχαϊκών κοινωνιών –το κατ’ εξοχήν αντικείμενό της παρ’ όλα αυτά– δεν είναι, όπως θα επιχειρήσουμε να αποδείξουμε, κάτι ξένο προς την ίδια την προβληματική της εξουσίας: αποτελεί μάλλον ένδειξη ενός αυθόρμητου τρόπου –σύμφυτου με τον πολιτισμό μας και άρα ιδιαίτερα παραδοσιακού– αντίληψης των πολιτικών σχέσεων έτσι όπως διαπλέκονται σε άλλους πολιτισμούς. Η καθυστέρηση όμως καλύπτεται, τα κενά πληρούνται· τώρα πια, υπάρχουν αρκετά κείμενα και περιγραφές, ώστε να μπορούμε να μιλάμε για μια πολιτική ανθρωπολογία, να εκτιμάμε τα πορίσματά της και να στοχαζόμαστε γύρω από τη φύση της εξουσίας, την καταγωγή της, τις μετατροπές τέλος που της επιβάλλει η ιστορία ανάλογα με τους τύπους κοινωνίας όπου ασκείται. Φιλόδοξη αξίωση αλλά και απαραίτητο έργο που εκπληρώνει το αξιόλογο πόνημα του J.W. Lapierre *Δοκίμιο πάνω στις βάσεις της πολιτικής εξουσίας^*1.

[…]ο Λαπιέρ διερωτάται πρώτα απ’ όλα εάν αυτό το ανθρώπινο γεγονός ανταποκρίνεται σε κάποια ζωτική αναγκαιότητα, εάν εκτυλίσσεται με αφετηρία κάποια βιολογική καταβολή, εάν, με άλλα λόγια, η εξουσία βρίσκει τον τόπο γένεσης της και τον λόγο ύπαρξής της μέσα στη φύση και όχι μέσα στον πολιτισμό.Έτσι, στο τέλος μιας διαπραγμάτευσης υπομονετικής και πλήρως ενημερωμένης πάνω στις πιο πρόσφατες εργασίες ζωικής βιολογίας –διαπραγμάτευσης καθόλου ακαδημαϊκής άλλωστε, έστω και αν η έκβασή της ήταν προβλέψιμη– η απάντηση είναι σαφής: «Η κριτική εξέταση των κεκτημένων γνώσεων σχετικά με τα κοινωνικά φαινόμενα, όπως παρουσιάζονται στα ζώα και ιδιαίτερα με τις διαδικασίες της κοινωνικής τους αυτορρύθμισης, μας έδειξε την απουσία κάθε μορφής πολιτικής εξουσίας, ακόμη και εμβρυακής…» (σελ. 222). Αφού ξεκαθαρίστηκε αυτό το ζήτημα και κατοχυρώθηκε ότι δεν υπάρχει κανένας λόγος η έρευνα να αναλωθεί προς αυτή την κατεύθυνση, ο συγγραφέας στρέφεται προς τις επιστήμες του πολιτισμού και της ιστορίας, προκειμένου να διερευνήσει –και αυτό είναι το πιο σημαντικό τμήμα της μελέτης του από άποψη όγκου– «τις “αρχαϊκές” μορφές της πολιτικής εξουσίας στις ανθρώπινες κοινωνίες». Οι συλλογισμοί που ακολουθούν ορμώνται ειδικότερα από την ανάγνωση αυτών των σελίδων των αφιερωμένων, θα έλεγε κανείς, στην εξουσία και τους αγρίους. Το εύρος των υπό θεώρηση κοινωνιών είναι εντυπωσιακό· αρκετά μεγάλο πάντως, ώστε να απαλλάξει τον απαιτητικό αναγνώστη από κάθε ενδεχόμενη αμφιβολία ως προς τον εξαντλητικό χαρακτήρα της δειγματοληψίας, εφ’ όσον η ανάλυση διενεργείται πάνω σε παραδείγματα από την Αφρική, τις τρεις Αμερικές, την Ωκεανία, τη Σιβηρία κ.ά. […]

Απόσπασμα από το Κεφάλαιο 1 του βιβλίου
---------------------------------------

Όπως μπορούμε να αντιληφθούμε, ο συγγραφέας διερευνά τις ρίζες της εξουσίας. Αφού, λοιπόν, ξεκαθαρίστηκε πως η εξουσία δεν συναντάται στη Φύση, ο συγγραφέας αναζητά στη βιβλιογραφία τις απαρχές της εξουσίας. Θέτει, μάλιστα, το ερώτημα, τι εννοούμε με τον όρο πολιτική εξουσία; Η μετάβαση από κοινωνίες χωρίς εξουσία σε κοινωνίες με εξουσία είναι προοδευτική;

[…] «**Η εξουσία πραγματώνεται μέσα σε μια χαρακτηριστική κοινωνική σχέση: διαταγή-υπακοή**» (σελ. 44). Από αυτό προκύπτει διαμιάς το συμπέρασμα ότι οι κοινωνίες, όπου δεν παρατηρείται η εν λόγω θεμελιώδης σχέση, είναι κοινωνίες χωρίς εξουσία. Σ’ αυτό θα επανέλθουμε. Όμως θα πρέπει να επισημάνουμε κατ’ αρχήν τον παραδοσιακό χαρακτήρα αυτής της αντίληψης που εκφράζει αρκετά πιστά το πνεύμα της εθνολογικής έρευνας: τη βεβαιότητα δηλαδή, η οποία ουδέποτε τέθηκε σε αμφισβήτηση, ότι η πολιτική εξουσία εκδηλώνεται μόνο σε έναν τύπο σχέσης που συνοψίζεται, τελικά, σε μια σχέση καταναγκασμού. Με τρόπο ώστε, στο σημείο αυτό, η συγγένεια ανάμεσα στον Νίτσε, τον Μαξ Βέμπερ (η κρατική εξουσία ως μονοπώλιο της νόμιμης χρήσης βίας) και τη σύγχρονη εθνολογία είναι πιο στενή απ’ ό,τι φαίνεται και οι γλώσσες λίγο διαφέρουν όταν αρθρώνονται εκκινώντας από ένα κοινό υπόβαθρο: **η αλήθεια και το είναι της εξουσίας συνίστανται στη βία και δεν μπορείς να συλλάβεις την εξουσία χωρίς το κατηγόρημά της, τη βία**. Ίσως πράγματι να είναι έτσι, οπότε η εθνολογία δεν είναι καθόλου ένοχη επειδή δέχεται ασυζητητί ό,τι η Δύση πιστεύει από πάντα. Αλλά θα πρέπει οπωσδήποτε να βεβαιωθεί γι’ αυτό και να επαληθεύσει στο δικό της πεδίο –το πεδίο των αρχαϊκών κοινωνιών– εάν, όταν δεν υπάρχει καταναγκασμός ή βία, δεν μπορούμε να μιλάμε για εξουσία.

**Τι συμβαίνει με τους Ινδιάνους της Αμερικής;** Είναι γνωστό ότι, με εξαίρεση τους προηγμένους πολιτισμούς του Μεξικού, της Κεντρικής Αμερικής και των Άνδεων, όλες οι ινδιάνικες κοινωνίες είναι αρχαϊκές: αγνοούν τη γραφή και απλώς «επιβιώνουν», από οικονομική άποψη. Αφ’ ετέρου όλες, ή σχεδόν όλες, διευθύνονται από leaders, από αρχηγούς, και -αποφασιστικό χαρακτηριστικό άξιο προσοχής- κανένας από αυτούς τους κάσικους* δεν διαθέτει «εξουσία». [* Cacique (ινδιάνικη λέξη): προσηγορία των ιθαγενών φυλάρχων της Κεντρικής Αμερικής, (σ.τ.μ.) ] Βρισκόμαστε επομένως αντιμέτωποι με ένα τεράστιο σύνολο κοινωνιών, όπου οι κάτοχοι εκείνου το οποίο αλλού θα αποκαλούσαμε εξουσία είναι στην πραγματικότητα χωρίς εξουσία, **όπου το πολιτικό προσδιορίζεται ως πεδίο έξω από κάθε καταναγκασμό και βία, έξω από κάθε ιεραρχική υποταγή, όπου, με μια λέξη, δεν ανακύπτει καμία σχέση διαταγής-υπακοής**. […]

Ακολούθως, ο συγγραφέας στο 2ο Κεφάλαιο, με τίτλο **Ανταλλαγή και εξουσία: Φιλοσοφίας της ινδιάνικης φυλαρχίας**, ασχολείται με τους ινδιάνους φύλαρχους και με το είδος της εξουσίας που περνούσε από τα χέρια τους.

[…]Η Νότιος Αμερική προσφέρει εν προκειμένω μια πολύ αξιοσημείωτη απεικόνιση της τάσης να εγγράφονται οι πρωτόγονες κοινωνίες μέσα στο πλαίσιο αυτής της δυαδικής μακροτυπολογίας: στις αναρχικές χωριστικές τάσεις της πλειοψηφίας των ινδιάνικων κοινωνιών αντιπαραθέτουν τον συμπαγή χαρακτήρα της οργάνωσης των Ίνκας, «της ολοκληρωτικής αυτοκρατορίας του παρελθόντος». Εξετάζοντας ωστόσο τις ινδιάνικες κοινωνίες της Αμερικής από τη σκοπιά της πολιτικής τους οργάνωσης, βλέπουμε ότι οι περισσότερες διακρίνονται κυρίως για την αίσθηση της δημοκρατίας και την τάση τους προς την ισότητα. Οι πρώτοι περιηγητές της Βραζιλίας και οι εθνογράφοι που τους ακολούθησαν υπογράμμισαν πάμπολλες φορές ότι η πλέον αξιομνημόνευτη ιδιότητα του Ινδιάνου φύλαρχου είναι ότι δεν έχει στα χέρια του σχεδόν καμία αρχή [autorité]· η πολιτική λειτουργία φαίνεται να διαφοροποιείται πολύ αμυδρά στους πληθυσμούς αυτούς.

Οι μαρτυρίες που διαθέτουμε, παρ’ ότι σκόρπιες και ανεπαρκείς, έρχονται να επικυρώσουν αυτή τη ζωηρή εντύπωση δημοκρατίας που έχουν αποκομίσει όλοι οι αμερικανολόγοι. Από την τεράστια μάζα των καταμετρημένων στη Νότιο Αμερική φυλών, φυλαρχίες που να έχουν αρχή δεν έχουν πιστοποιηθεί ρητά, παρά σε μερικές μόνο ομάδες, στους Ταίνο των Νησιών, λόγου χάρη, τους Κακέτιο, τους Τζιρατζίρα ή τους Οτομάκ. Πρέπει όμως να παρατηρήσουμε αφ’ ενός ότι οι ομάδες αυτές, που όλες σχεδόν ανήκουν στους Αραουάκ, εντοπίζονται στο βορειοδυτικό τμήμα της Νοτίου Αμερικής, και αφ’ ετέρου ότι η κοινωνική τους οργάνωση εμφανίζει μια σαφή στρωμάτωση σε κάστες: αυτό το τελευταίο γνώρισμα το ξαναβρίσκουμε μόνο στις φυλές Γκουαϊκουρού και Αραουάκ (Γουάνα) του Τσάκο. Επιπλέον, μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι κοινωνίες του βορειοδυτικού τμήματος προσαρτώνται σε μια πολιτισμική παράδοση πιο συγγενή με τον πολιτισμό των Τσίμπτσα και την περιοχή των Άνδεων, παρά με τους λεγάμενους πολιτισμούς του Τροπικού Δάσους. Αυτό επομένως που θα πρέπει να σημειώσουμε ως σημαντικό χαρακτηριστικό της πολιτικής οργάνωσης της πλειοψηφίας των ινδιάνικων κοινωνιών είναι η έλλειψη τόσο κοινωνικής στρωμάτωσης όσο και κύρους της εξουσίας: ορισμένες κοινωνίες μάλιστα, οι Όνα και οι Γιαγκάν της Γης του Πυρός, λόγου χάρη, δεν έχουν καν τον θεσμό της φυλαρχίας· **και για τους Τζιβάρο, λέγεται ότι στη γλώσσα τους δεν υπήρχε όρος για να υποδηλώσει τον αρχηγό**.

[…]Σε ένα κείμενο του 1948 ο Λόουι, αναλύοντας τα διακριτικά γνωρίσματα του τύπου του φυλάρχου που αναφέραμε προηγουμένως και τον οποίο αυτός αποκαλεί titular chief*, [* Τιτουλάριος φύλαρχος: εκείνος που έχει μόνο τον τίτλο (σ.τ.μ.)] απομονώνει **τρεις βασικές ιδιότητες του Ινδιάνου leader**, που η επαναληπτικότητά τους σε όλη την έκταση της Βορείου και της Νοτίου Αμερικής μας επιτρέπει να τις εκλάβουμε ως αναγκαία συνθήκη της εξουσίας στις περιοχές αυτές:

1) Ο φύλαρχος είναι ένας «ειρηνοποιός»· είναι η **εξισορροπητική αρχή της ομάδας**, όπως μαρτυρεί και ο συχνός διαχωρισμός της εξουσίας σε πολιτική και στρατιωτική.

2) Οφείλει να επιδεικνύει γενναιοδωρία ως προς τα αγαθά του και δεν μπορεί να επιτρέψει στον εαυτό του, αν θέλει να διατηρήσει το αξίωμα, να αποκρούσει τα αδιάκοπα αιτήματα όσων βρίσκονται κάτω από τη «διοίκησή» του.

3) Μόνο ένας καλός ρήτορας μπορεί να ανέλθει στην αρχηγία. […]

Ο Κλάστρ συμπληρώνει ότι ο φύλαρχος ασκεί περισσότερη εξουσία ή και απόλυτη σε καιρό πολέμου –σε κάποιες φυλές έχει παρατηρηθεί διαρχία, δηλαδή υπάρχει μια πολιτική και μια στρατιωτική εξουσία– η οποία χάνεται αυτόματα με την επαναφορά σε ειρηνική κατάσταση.

[…]Άρα λοιπόν η κανονική εξουσία, η πολιτική, θεμελιωμένη πάνω στο consensus omnium και όχι στον εξαναγκασμό, είναι βαθιά ειρηνικής φύσεως· η λειτουργία της είναι και αυτή «ειρηνευτική»: ο αρχηγός επιφορτίζεται με τη διατήρηση της ειρήνης και της αρμονίας μέσα στην ομάδα. **Οφείλει επίσης να κατευνάζει τις φιλονικίες και να διευθετεί τις διαφορές, όχι χρησιμοποιώντας μια δύναμη που δεν έχει και που δεν θα αναγνωριζόταν, αλλά εμπιστευόμενος απλώς και μόνο την ηθική ενέργεια του γοήτρου του, της δικαιοσύνης του και του λόγου του. Είναι μάλλον διαιτητής που επιζητεί να συμφιλιώσει, παρά κριτής που επιβάλλει κυρώσεις.** Δεν πρέπει, επομένως, να μας προκαλεί έκπληξη η διαπίστωση ότι οι δικαστικές λειτουργίες της φυλαρχίας είναι τόσο σπάνιες: εάν ο αρχηγός αποτύχει να συμφιλιώσει τα αντίπαλα μέρη, δεν μπορεί να εμποδίσει τη διαφορά να μετατραπεί σε feud* [* Φιλονικία (σ.τ.μ.)]. […]

Στο 7ο κεφάλαιο, με τίτλο **Το καθήκον του λόγου**, ο συγγραφέας παρατηρεί:

«Μιλάω», σημαίνει πρώτα απ’ όλα έχω την εξουσία να μιλάω. Ή μάλλον, η άσκηση της εξουσίας εξασφαλίζει την κυριαρχία του λόγου: μόνο οι κύριοι μπορούν να μιλάνε. Όσο για τους υπηκόους, αυτοί υποχρεώνονται στη σιωπή του σεβασμού, της ευλάβειας ή του τρόμου. Λόγος και εξουσία διατηρούν τέτοιες σχέσεις μεταξύ τους, ώστε η επιθυμία για το ένα να πραγματοποιείται μέσα στην κατάκτηση του άλλου. Πρίγκιπας, δεσπότης ή αρχηγός κράτους, **πάντα ο άνθρωπος της εξουσίας δεν είναι μόνο ο άνθρωπος που μιλά, αλλά και η μοναδική πηγή νόμιμου λόγου**: λόγου με περιορισμένο λεξιλόγιο βεβαίως, λόγου φτωχού, αλλά μεγάλης αποτελεσματικότητας, **εφ’ όσον επέχει θέση διαταγής και το μόνο που θέλει είναι η υπακοή εκείνου που τον εκτελεί**. Λόγος και εξουσία, άκρα ανενεργά από μόνα τους, δεν υφίστανται παρά το ένα μέσα στο άλλο, το καθένα τους αποτελεί την πεμπτουσία του άλλου και η μονιμότητα του ζεύγους που συγκροτούν μπορεί να φαίνεται ότι υπερβαίνει την Ιστορία, ωστόσο τροφοδοτεί την κίνησή της: ιστορικό γεγονός υπάρχει όταν, αφού απαλειφθεί καθετί που τα χωρίζει και άρα τα καταδικάζει στην ανυπαρξία, εξουσία και λόγος συναντηθούν. Η ίδια η πράξη της συνάντησής τους τα εγκαθιδρύει. Καταλαμβάνω την εξουσία σημαίνει πάντα κερδίζω και τον λόγο.

Είναι αυτονόητο πως όλα αυτά αφορούν πρώτα και κύρια τις κοινωνίες που βασίζονται στη διαίρεση: κύριοι-σκλάβοι, αυθέντες-υπήκοοι, ιθύνοντες-πολίτες κ.λπ. Το πρωταρχικό γνώρισμα αυτής της διαίρεσης, ο κατ’εξοχήν τόπος της ανάπτυξής της, είναι το στέρεο, απερίσταλτο, αναντίστρεπτο ίσως γεγονός μιας εξουσίας αποσπασμένης από την ολική κοινωνία, στον βαθμό που μόνο μερικά μέλη της την κατέχουν, μιας εξουσίας η οποία, χωρισμένη από την κοινωνία, ασκείται πάνω της και στην ανάγκη εναντίον της. Εννοούμε το σύνολο των κοινωνιών με κράτος, από τους πιο αρχαϊκούς δεσποτισμούς μέχρι τα πιο σύγχρονα ολοκληρωτικά κράτη, περνώντας από τις δημοκρατικές κοινωνίες όπου ο κρατικός μηχανισμός, παρ’ όλο τον φιλελευθερισμό του, δεν παύει να παραμένει ο απόμακρος κύριος της νόμιμης βίας. […]

Η πρωτόγονη κοινωνία ξέρει εκ φύσεως ότι η βία είναι η ουσία της εξουσίας. Σ’ αυτή τη γνώση έχει τις ρίζες της η μέριμνα να κρατά μονίμως διαχωρισμένα την εξουσία και τον θεσμό, την προσταγή και τον αρχηγό. Και αυτό που εξασφαλίζει την οριοθέτηση ανάμεσά τους και χαράζει τη διαχωριστική γραμμή είναι το πεδίο του λόγου. Υποχρεώνοντας τον αρχηγό να κινείται μόνο μέσα στη σφαίρα του λόγου, στο άκρο αντίθετο της βίας δηλαδή, η φυλή σιγουρεύεται ότι όλα τα πράγματα παραμένουν στη θέση τους, ότι ο άξονας της εξουσίας καταλήγει αποκλειστικά στο κοινωνικό σώμα και ότι καμία μετατόπιση δυνάμεων δεν θα έρθει να ανατρέψει την κοινωνική τάξη. Το καθήκον του λόγου που έχει ο αρχηγός, αυτή η διαρκής ροή άδειου λόγου που οφείλει στη φυλή, είναι το αιώνιο χρέος του, η εγγύηση η οποία απαγορεύει στον άνθρωπο του λόγου να γίνει άνθρωπος της εξουσίας. […]

Ο Κλάστρ δεν θα μπορούσε να μην υπογραμμίσει με έμφαση την εμφάνιση και το ρόλο των κάθε λογής προφητών μέσα στις ινδιάνικες φυλές.

[…]Από τη μια οι φύλαρχοι, από την άλλη και εναντίον τους, οι προφήτες: αυτή είναι στις βασικές της γραμμές η εικόνα της κοινωνίας Τουπί-Γκουαρανί στα τέλη του 15ου αιώνα. Και η προφητική «μηχανή» λειτουργούσε στην εντέλεια, αφού οι καράι [σημ.: αυτοαποκαλούμενοι προφήτες] ήταν ικανοί να παρασύρουν πίσω τους εκπληκτικές μάζες Ινδιάνων φανατισμένων, θα λέγαμε σήμερα, από τα λόγια αυτών των ανθρώπων, μέχρι του σημείου να τους ακολουθούν ώς τον θάνατο. Τι σημαίνει αυτό; Οι προφήτες, οπλισμένοι με τον λόγο τους και μόνο, μπορούσαν να προξενήσουν «κινητοποίηση» των Ινδιάνων, μπορούσαν να πραγματοποιήσουν εκείνο το αδύνατο στην πρωτόγονη κοινωνία: να ενοποιήσουν μέσα στη θρησκευτική μετανάστευση την πολυποίκιλη ετερομορφία των φυλών. Κατάφερναν να πραγματοποιήσουν, μονομιάς, το «πρόγραμμα» των φυλάρχων![…]

Το βιβλίο καταλήγει με ένα διαχρονικό συμπέρασμα:

[…]αυτό που μας δείχνουν οι άγριοι είναι η διαρκής προσπάθεια να εμποδίσουν τους αρχηγούς να είναι αρχηγοί, είναι η άρνηση της ενοποίησης, είναι το έργο του εξορκισμού του Ενός, του κράτους. **Η ιστορία των λαών που έχουν ιστορία είναι, λένε, η ιστορία της πάλης των τάξεων. Η ιστορία των λαών χωρίς ιστορία είναι, θα μπορούσε να ειπωθεί τουλάχιστον εξίσου αληθινά, η ιστορία της πάλης τους ενάντια στο κράτος.**

Σημείωση: Οι επισημάνσεις είναι δικές μας

Συσπείρωση Αναρχικών

Δημοσιεύθηκε στην ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ.253, Νοέμβριος 2024

Sign in to participate in the conversation
Qoto Mastodon

QOTO: Question Others to Teach Ourselves
An inclusive, Academic Freedom, instance
All cultures welcome.
Hate speech and harassment strictly forbidden.